κυπέλλωση

κυπέλλωση
Μεταλλουργική μέθοδος αποχωρισμού με οξείδωση ενός ή περισσότερων στοιχείων από ρευστό μείγμα. Ειδικά αφορά την κατεργασία με την οποία εξορύσσεται ο άργυρος από μολυβδούχα ορυκτά που τον περιέχουν ως ακαθαρσία. Η κ. προβλέπει μια οξειδωτική τήξη, στην οποία ο μόλυβδος και τα άλλα μέταλλα, τα οποία πιθανώς παρευρίσκονται, οξειδώνονται επειδή αντιδρούν εύκολα με το οξυγόνο· έτσι ο άργυρος παραμένει αμετάβλητος και συνεπώς μπορεί να διαχωριστεί. Το υλικό που θα υποστεί την κ. τοποθετείται σε ένα κύπελλο, που έχει μορφή κάψουλας και πορώδη πυθμένα, και θερμαίνεται σε κλιβάνους με ανάκλαση. Η μάζα θερμαίνεται ισχυρά με την παρουσία ρευμάτων αέρα. Το οξυγόνο που περιέχεται σε αυτά αντιδρά με τον μόλυβδο και σχηματίζει το οξείδιο του μολύβδου (λιθάργυρο), το οποίο απορροφάται από τον πορώδη πυθμένα του κυπέλλου, αφήνοντας ελεύθερο στο δοχείο τον μεταλλικό άργυρο. Όταν η διαδικασία συμπληρωθεί, δηλαδή όταν το οξείδιο του μολύβδου διαχωριστεί από τον άργυρο, παρατηρείται ένα χαρακτηριστικό φως, που ονομάζεται λάμψη αργύρου· αυτό δηλώνει το τέλος της επεξεργασίας. Η κ. εφαρμόζεται ιδιαίτερα στον άργυρο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον εξευγενισμό του χρυσού. Η ποσότητα του αργύρου στο λαμβανόμενο μέταλλο με τη μέθοδο αυτή είναι πολύ υψηλή (περ. 95%).
* * *
η
(μεταλργ.) μεταλλουργική μέθοδος με την οποία επιδιώκεται με οξείδωση ο αποχωρισμός ενός ή περισσότερων στοιχείων από ένα ρευστό μίγμα όταν η χημική συγγένεια αυτών τών στοιχείων είναι διαφορετική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυπέλλωση — η μεταλλουργική επεξεργασία με την οποία αφαιρείται ο άργυρος από τον ακάθαρτο μόλυβδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυπελλώνω — [κύπελλο] (μεταλργ.) κάνω κυπέλλωση …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • κυπελλώνω — κυπέλλωσα, κυπελλώθηκα, κυπελλωμένος, κάνω κυπέλλωση, αφαιρώ τον άργυρο και το χρυσό από τον ακάθαρτο μόλυβδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”